συμμειγνύω

συμμειγνύω

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "συμμειγνύω" в других словарях:

  • συμμειγνύω — ΝΜΑ, και συμμείγνυμι και επικ. και ιων. και αττ. τ. συμμίσγω Α βλ. συμμιγνύω …   Dictionary of Greek

  • ασυμμιγής — ἀσυμμιγής, ές (Α) ο ασύμμικτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + συμμιγής < συμμειγνύω] …   Dictionary of Greek

  • ασύμμικτος — ἀσύμμικτος, ον (Α) εκείνος που δεν είναι δυνατόν να συμμιχθεί ή να συνενωθεί με κάποιον άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σύμμικτος < συμμειγνύω] …   Dictionary of Greek

  • συμμιγνύω — και συμμειγνύω ΝΜΑ, και συμμείγνυμι και επικ. και ιων. και αττ. τ. συμμίσγω Α [μ(ε)ιγνύω] αναμιγνύω μαζί δύο ή περισσότερα πράγματα, ανακατώνω μαζί, συμφύρω αρχ. 1. (σχετικά με δύο στρατεύματα) συγχωνεύω, συνενώνω 2. (σχετικά με πρόσ.) ενώνω,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»